- σχινίζω
- μέσ. τ. και σχοινίζομαι Α [σχῑoς]1. (κυρίως σχετικά με δόντια) καθαρίζω, λευκαίνω κάτι με σχίνο, με μαστίχα2. μέσ. σχινίζομαι και σχοινίζομαια) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν και τον Φώτ.) καθαρίζω τα δόντιαβ) εκτελώ άσεμνες χορευτικές κινήσεις (α. «σχινίζεταί τε καὶ πάντα ποιεῑ τὰ ἔξω κόσμου», Αθήν.β. «σεμνότερος δὲ τῶν ποιητῶν ὁ ἱλαρῳδὸς καλούμενοςοὐδὲν γὰρ σχοινίζεται», Αθήν.).
Dictionary of Greek. 2013.